- βραχυβάμων
- βραχυβάμωνtaking short stepsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βραχυβάμων — βραχυβάμων, ον (Α) αυτός που περπατάει με μικρά βήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + βάμων < βαίνω (πρβλ. βραδυβάμων, ετεροβάμων κ.ά.)] … Dictionary of Greek
βραδυβάμων — βραδυβάμων, ον (Α) εκείνος που περπατάει αργά. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + βάμων < βαίνω (πρβλ. βραχυβάμων, ετεροβάμων κ.ά.)] … Dictionary of Greek
δεκαβάμων — ( ονος), ον (Α) αυτός που έχει δέκα βαθμίδες, δέκα μουσικά διαστήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + βαμων < βαίνω (πρβλ. αιθεροβάμων, βραδυβάμων, βραχυβάμων)] … Dictionary of Greek